- σελιδηφάγος
- -ον, Ααυτός που κατατρώγει τις σελίδες τών βιβλίων, η βιβλιόψειρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σελίς, -ίδος + -φάγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σελιδηφάγε — σελιδηφάγος devouring leaves of books masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)